τορπίλα


τορπίλα
Προφορά

Ετυμολογία
τορπίλα └γαλλ┘ torpille (= νάρκη)

Ερμηνεία
τορπίλα

✦ (Κ τορπίλλη) υποβρύχιο αυτοκινούμενο βλήμα που ανατινάζει ό,τι χτυπήσει
✦ υποβρύχια νάρκη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.