τορνεύω


τορνεύω
Προφορά

Ετυμολογία
τορνεύω αρχαία ελληνική τορνεύω

Ερμηνεία
ρήμα τορνεύω

✦ δουλεύω με τόρνο: θα τον έβλεπες πάντα να τορνεύει τα ξύλα καμιάς λύρας (Π. Πρεβελάκης)
✦ (μτφ. για λόγο) επεξεργάζομαι περίτεχνα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.