τορναδόρος


τορναδόρος
Προφορά

Ετυμολογία
τορναδόρος └βενετ┘ tornidor

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τορναδόρος

✦ τεχνίτης ειδικευμένος στην επεξεργασία ξύλων, μετάλλων κτλ. με τον τόρνο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.