τορμίσκος


τορμίσκος
Προφορά

Ετυμολογία
τορμίσκος υποκορ. του τόρμος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τορμίσκος

✦ μικρός τόρμος (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.