τορεύω


τορεύω
Προφορά

Ετυμολογία
τορεύω αρχαία ελληνική τορεύω

Ερμηνεία
ρήμα τορεύω

✦ κατεργάζομαι σκληρό υλικό (ξύλο, μέταλλο, οστό κτλ.) και κατασκευάζω κομψοτεχνήματα

Συνώνυμα
λεπτουργώ
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.