τελεφερίκ


τελεφερίκ
Προφορά

Ετυμολογία
τελεφερίκ └γαλλ┘ télépherique

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το τελεφερίκ

✦ εναέριο μεταφορικό μέσο αποτελούμενο από θαλαμίσκο που μετακινείται πάνω σε καλώδια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.