τέλος
Προφορά
Ετυμολογία
τέλος αρχαία ελληνική τέλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τέλος
✦ το έσχατο σημείο κάθε πράγματος, τέρμα, πέρας
✦ φρ. απ’ αρχής μέχρι τέλους, σ’ όλη του την έκταση, παντού – τέλος πάντων, για να τελειώνουμε, επιτέλους – εντέλει, στο τέλος ή για να τελειώνουμε – επιτέλους, ως εκδήλωση αδημονίας ή αγανάκτησης, ή ικανοποίησης για κάτι που γίνεται έπειτα από μεγάλη καθυστέρηση – δίνω τέλος, τερματίζω κάτι
✦ ο τελικός σκοπός
✦ φόρος, δασμός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αρχή
Επιρρήματα
–