τελεσίγραφο
Προφορά
Ετυμολογία
τελεσίγραφο τελώ + γράφω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τελεσίγραφο
✦ έγγραφο όπου διατυπώνονται ανέκκλητοι όροι
✦ (ειδ.) η διατύπωση αξιώσεως κράτους έναντι άλλου, κατά την οποία απαιτείται η λήψη ορισμένων μέτρων μέσα σε καθορισμένο, περιορισμένο χρονικό διάστημα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–