τελευταίος
Προφορά
Ετυμολογία
τελευταίος αρχαία ελληνική τελευταῖος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ τελευταίος -α, -ο
✦ που βρίσκεται στο τέλος (τάξεως, σειράς, ενέργειας ή χρόνου πραγματοποιήσεως κτλ.)
✦ ο κατώτατος σε ποιότητα ή αξία, έσχατος
✦ πρόσφατος: τον τελευταίο καιρό, συμβαίνουν πολλά
✦ πληθ. ουδ. τελευταία ως ουσ., στο τέλος της ζωής: στα τελευταία του, δεν μας αναγνώριζε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
πρώτος
Επιρρήματα
τελευταία (Κ τελευταίως), πρόσφατα