τελετουργικός
Προφορά
Ετυμολογία
τελετουργικός τελετουργός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ τελετουργικός -ή, -ό
✦ ο της τελετουργίας
✦ ουδ. τελετουργικό ως ουσ., καθορισμένη σειρά ενεργειών σε επίσημη εκδήλωση ή θρησκευτική τελετή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–