τελεσίδικος


τελεσίδικος
Προφορά

Ετυμολογία
τελεσίδικος τελώ + δίκη

Ερμηνεία
επίθετο┘ τελεσίδικος -η, -ο

✦ ο οριστικά δικασμένος, ανέκκλητος
✦ ουδ. τελεσίδικο(ν) ως ουσ., η τελεσιδικία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
τελεσίδικα (Κ τελεσιδίκως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.