ταλαιπωρώ
Προφορά
Ετυμολογία
ταλαιπωρώ αρχαία ελληνική ταλαιπωρῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ταλαιπωρώ -είς, -εί
✦ καταπονώ σωματικά ή ψυχικά, βασανίζω: μας ταλαιπώρησε πολύ αυτό το ταξίδι
✦ (μέσ.) υφίσταμαι ταλαιπωρίες, σωματική ή ψυχική καταπόνηση
Συνώνυμα
τυραννώ, παιδεύω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–