ταλέντο
Προφορά
Ετυμολογία
ταλέντο └ιταλ┘talento
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ταλέντο
✦ φυσικό χάρισμα, εξαιρετική ικανότητα
✦ πρόσωπο προικισμένο με εξαιρετική ικανότητα σε κάτι: έλλειψη ταλέντων στη λογοτεχνία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–