τέλμα
Προφορά
Ετυμολογία
τέλμα αρχαία ελληνική τέλμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τέλμα
✦ αβαθής έκταση νερών που λιμνάζουν, βάλτος: τα βρόμικα νερά, που χύνουν οι νοικοκυρές στο δρόμο, σχηματίζουνε δώθε κείθε μικρά μόνιμα τέλματα (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (μτφ. ) αδιέξοδο: τέλματα στα οποία βυθίζομαι ολοένα (Κ. Καρυωτάκης)
Συνώνυμα
έλος, τέναγος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–