σχετικός


σχετικός
Προφορά

Ετυμολογία
σχετικός μεταγενέστερη ελληνική σχετικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ σχετικός -ή, -ό

✦ που έχει σχέση, αναφορά, σύνδεση με κάτι
✦ εξαρτημένος, όχι απόλυτος
✦ (συνεκδ.) όχι πολύς, όχι μεγάλος
✦ (για πρόσ.) οικείος, γνώριμος, φίλος: είναι σχετικός πολλών υπουργών

Συνώνυμα

Αντίθετα
άσχετος
Επιρρήματα
σχετικά (Κ σχετικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.