σχετικότητα
Προφορά
Ετυμολογία
σχετικότητα σχετικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σχετικότητα
✦ η ιδιότητα, το γνώρισμα του σχετικού, που υπάρχει σε σχέση με άλλα πράγματα, που δεν είναι απόλυτο: Στην σχετικότητά της, ακόμη και Ευτυχία είναι υπαρχτή (Τ. Παπατσώνης)
✦ (φυσ.) θεωρία της σχετικότητας, θεωρία που διατυπώθηκε από τον Αϊνστάιν, σύμφωνα με την οποία ο χρόνος και ο χώρος είναι μεγέθη σχετικά και μεταβαλλόμενα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–