σφυγμός
Προφορά
Ετυμολογία
σφυγμός αρχαία ελληνική σφυγμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σφυγμός
✦ οι ρυθμικές κινήσεις των τοιχωμάτων των αρτηριών που προκαλούνται από τις συστολές της καρδιάς
✦ (μτφ. ) οι προθέσεις, ο σκοπός, οι διαθέσεις κάποιου: ο σφυγμός του εκλογικού σώματος
✦ (μτφ. για κατάσταση) ο τρόπος που παρουσιάζεται, εξελίσσεται: πιάνω τον σφυγμό της οικονομίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–