σχετικισμός


σχετικισμός
Προφορά

Ετυμολογία
σχετικισμός σχετικός• απόδ. στην └ελλ┘ του └γαλλ┘ όρου relativisme

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σχετικισμός

✦ φιλοσοφική θεωρία που δέχεται τη σχετικότητα της γνώσης και της αλήθειας: η δημοκρατία καθιερώνει τον σχετικισμό στην πολιτική πράξη (Κ. Τσάτσος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.