σχετίζω


σχετίζω
Προφορά

Ετυμολογία
σχετίζω σχετικός

Ερμηνεία
ρήμα σχετίζω

✦ αντιμετωπίζω κάτι σε σχέση με άλλο, συνδέω, εξαρτώ
✦ παρομοιάζω ή συγκρίνω
✦ (μέσ.) σχετίζομαι, έχω αναλογία, ομοιότητα
(μτφ. ) συνδέομαι φιλικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.