σχεδιάστρια
Προφορά
Ετυμολογία
σχεδιάστρια μεταγενέστερη ελληνική σχεδιαστής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σχεδιάστρια
✦ θηλ. σχεδιάστρια ο ασχολούμενος επαγγελματικά με την εκτέλεση σχεδίων για αντικείμενα που πρόκειται να κατασκευαστούν ή να παραχθούν βιομηχανικώς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–