σχεδιάζω


σχεδιάζω
Προφορά

Ετυμολογία
σχεδιάζω αρχαία ελληνική σχεδιάζω

Ερμηνεία
ρήμα σχεδιάζω

✦ ιχνογραφώ, απεικονίζω, ιδ. με μολύβι
✦ καταρτίζω σχέδιο, πρόγραμμα κτλ. για κάτι που πρόκειται να κάνω
✦ κάνω το σχέδιο αντικειμένου που πρόκειται να κατασκευαστεί: σχεδιάζω αυτοκίνητο – ρούχα
(μτφ. ) σκέφτομαι να κάνω κάτι, μελετώ, σκοπεύω: και τώρα, τι σχεδιάζεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.