σχέση
Προφορά
Ετυμολογία
σχέση αρχαία ελληνική σχέσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σχέση
✦ αναλογία, ομοιότητα, αναφορά ή αλληλεξάρτηση που υπάρχει ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα
✦ στενή γνωριμία, φιλικός δεσμός (ιδ. στον πληθ.)
✦ διπλωματικές σχέσεις, οι επίσημες μεταξύ κρατών
✦ φρ. εν σχέσει, αναφορικά, σε σύγκριση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–