σφυροκόπημα


σφυροκόπημα
Προφορά

Ετυμολογία
σφυροκόπημα σφυροκοπώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σφυροκόπημα

✦ η κατεργασία μετάλλου με σφύρα, σφυρηλασία
(μτφ. ) συνεχή πλήγματα ιδίως με βόμβες ή οβίδες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.