σφυροκοπώ


σφυροκοπώ
Προφορά

Ετυμολογία
σφυροκοπώ μεταγενέστερη ελληνική σφυροκοπῶ

Ερμηνεία
ρήμα σφυροκοπώ -άς, -ά

✦ χτυπώ με σφύρα, σφυρηλατώ
(μτφ. ) χτυπώ αδιάκοπα, βάλλω καταιγιστικά: το πυροβολικό σφυροκόπησε τις θέσεις του εχθρού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.