συνεπτυγμένος


συνεπτυγμένος
Προφορά

Ετυμολογία
συνεπτυγμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος συμπτύσσω

Ερμηνεία
συνεπτυγμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) που έχει συμπτυχθεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
συνεπτυγμένως

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.