συνεπιβάτισσα


συνεπιβάτισσα
Προφορά

Ετυμολογία
συνεπιβάτισσα συν + επιβάτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συνεπιβάτισσα

✦ θηλ. συνεπιβάτισσα (Κ συνεπιβάτις, -ιδος) επιβάτης στο ίδιο μεταφορικό μέσο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.