συνεπαίρνω
Προφορά
Ετυμολογία
συνεπαίρνω αρχαία ελληνική συνεπαίρω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συνεπαίρνω
✦ μαγεύω, γοητεύω κάποιον: η πρωτοδοκίμαστη σαγήνη… στίχων που με συνέπαιρναν (Οδ. Ελύτης)
✦ παρασύρω: τον συνεπαίρνει ο αγέρας που φυσά (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
συναρπάζω, μαγνητίζω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–