συνεορτασμός


συνεορτασμός
Προφορά

Ετυμολογία
συνεορτασμός συνεορτάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συνεορτασμός

✦ ταυτόχρονος εορτασμός
✦ συμμετοχή σε εορτασμό, εορτασμός μαζί με άλλον ή άλλους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.