συνεορτάζω
Προφορά
Ετυμολογία
συνεορτάζω μεταγενέστερη ελληνική συν-εορτάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συνεορτάζω
✦ εορτάζω μαζί με άλλον ή άλλους
✦ εορτάζω κάτι μαζί με κάτι άλλο: την 25η Μαρτίου συνεορτάζουμε την έναρξη της Επανάστασης του 1821 και τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–