συνεννόηση
Προφορά
Ετυμολογία
συνεννόηση συνεννοούμαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συνεννόηση
✦ συμφωνία αφού προηγήθηκε ανταλλαγή σκέψεων, ταυτότητα αντιλήψεων
✦ ανταλλαγή σκέψεων
✦ μυστική συμφωνία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ασυνεννοησία
Επιρρήματα
–