συνέπεια
Προφορά
Ετυμολογία
συνέπεια μεταγενέστερη ελληνική συνέπεια
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συνέπεια
✦ αλληλουχία στα νοήματα
✦ αποτέλεσμα, παρεπόμενο
✦ η ιδιότητα του συνεπούς
✦ φρ. κατά συνέπεια(ν), επομένως
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ασυνέπεια
Επιρρήματα
–