συνέντευξη
Προφορά
Ετυμολογία
συνέντευξη μεταγενέστερη ελληνική συνέντευξις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συνέντευξη
✦ προκαθορισμένη συνάντηση και συνομιλία με ορισμένο πρόσωπο, προφορική εξέταση υποψηφίου για πρόσληψη σε εταιρεία ή υπηρεσία
✦ συνομιλία ανάμεσα σε δημοσιογράφο και πρόσωπο, η οποία πρόκειται να δημοσιευθεί ή να κοινοποιηθεί από τα μέσα ενημέρωσης
✦ συνέντευξη τύπου (μτφρ. του αγγλικά press conference) συνάντηση μεταξύ δημοσιογράφων και σημαντικού προσώπου ή προσώπων που απαντούν σε ερωτήσεις των δημοσιογράφων ή προβαίνουν σε ανακοινώσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–