στόχαστρο
Προφορά
Ετυμολογία
στόχαστρο στοχάζομαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το στόχαστρο
✦ προεξοχή στο άκρο της κάννης των φορητών όπλων που διευκολύνει τη σκόπευση
✦ (κ.μτφ.): οι δημόσιες παρεμβάσεις μας μάς έφεραν στο στόχαστρο της οργής κάποιων (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–