στόχος


στόχος
Προφορά

Ετυμολογία
στόχος αρχαία ελληνική στόχος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο στόχος

✦ πρόσωπο, αντικείμενο ή σημείο προς το οποίο κατευθύνει κάποιος τη βολή του όπλου του: γινότανε κανονιοβολισμός και… καταλάβαινα πως δε θα ‘μασταν πολύ μακριά από το στόχο (Γ. Θεοτοκάς)
(μτφ. ) σκοπός στον οποίο αποβλέπει κανείς
✦ πρόσωπο ή αντικείμενο προς το οποίο κατευθύνεται ορισμένη ενέργεια
✦ φρ. βάζω στόχο, σημαδεύω· (μτφ. ) καθορίζω τον σκοπό – δίνω στόχο, μένω εκτεθειμένος σε εχθρικά πυρά· (μτφ. ) εκτίθεμαι, διακινδυνεύω να με βλάψουν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.