στοπ
Προφορά
Ετυμολογία
στοπ └αγγλ┘stop
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το στοπ
✦ παύση, σταμάτημα
✦ οδικό σήμα σε διασταυρώσεις δρόμων με τη λέξη STOP γραμμένη επάνω, που υποχρεώνει τον οδηγό οχήματος να σταματήσει, για να ελέγξει την κίνηση
✦ λέξη που χρησιμοποιείται στα τηλεγραφήματα και ισοδυναμεί με τελεία
✦ πληθ. τα στοπ, κόκκινα φώτα στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου που ανάβουν, όταν ο οδηγός πατάει το φρένο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–