στόχαση
Προφορά
Ετυμολογία
στόχαση αρχαία ελληνική στόχασις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η στόχαση
✦ σκέψη, διαλογισμός: η πίστη και όχι ο νους, το αίσθημα και όχι η στόχαση, είναι τα αξιότερα κίνητρα (Κ. Τσάτσος)
✦ περίσκεψη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αστοχασιά
Επιρρήματα
–