στόφα
Προφορά
Ετυμολογία
στόφα └ιταλ┘stoffa
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η στόφα
✦ ύφασμα
✦ είδος εκλεκτού υφάσματος με σχέδια, που χρησιμοποιείται για ταπετσαρίες επιπλώσεων και κουρτίνες
✦ (μτφ. ) ποιότητα χαρακτήρα: φρ. είναι από καλή στόφα
Συνώνυμα
πάστα
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–