στόπερ


στόπερ
Προφορά

Ετυμολογία
στόπερ └αγγλ┘stopper

Ερμηνεία
στόπερ

✦ άκλ. ουσ. ποδοσφαιριστής που συν. αγωνίζεται στο κέντρο του γηπέδου και έχει ως έργο να σταματά τις επιθέσεις της αντίπαλης ομάδας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.