στούπωμα


στούπωμα
Προφορά

Ετυμολογία
στούπωμα στουπώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το στούπωμα

✦ κλείσιμο τρύπας, χαραγματιάς κτλ. με στουπί
✦ το βούλωμα
✦ απορρόφηση μελάνης από χειρόγραφο με ειδικό χαρτί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.