στούμπισμα


στούμπισμα
Προφορά

Ετυμολογία
στούμπισμα στουμπίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το στούμπισμα

✦ κοπάνισμα με το στούμπο
(μτφ. ) γρονθοκόπημα, ξυλοκόπημα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.