στούκα
Προφορά
Ετυμολογία
στούκα └γερμ┘ Stuka, από σύντμηση της └γερμ┘ λ. Stu(rz)ka(mpfflugzeug) (=βομβαρδιστικό αεροπλάνο κάθετης εφόρμησης)
Ερμηνεία
στούκα
✦ τύπος γερμανικού βομβαρδιστικού κάθετης εφόρμησης αεροπλάνου, που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–