στοχαστικός


στοχαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
στοχαστικός αρχαία ελληνική στοχαστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ στοχαστικός -ή, -ό

✦ αυτός που σκέφτεται, μυαλωμένος: στοχαστικός άνθρωπος
✦ που γίνεται με περίσκεψη, που χαρακτηρίζεται από σύνεση: στοχαστικά λόγια

Συνώνυμα

Αντίθετα
αστόχαστος
Επιρρήματα
στοχαστικά (Κ στοχαστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.