στοχαστής


στοχαστής
Προφορά

Ετυμολογία
στοχαστής μεταγενέστερη ελληνική στοχαστής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο στοχαστής

✦ αυτός που στοχάζεται, διανοούμενος: Γιατί όπως όλοι οι ποιητές δεν έχουν την τέχνη του Ομήρου, όλοι οι στοχαστές δεν έχουν το ήθος του Πλάτωνα (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.