στοχάζομαι


στοχάζομαι
Προφορά

Ετυμολογία
στοχάζομαι αρχαία ελληνική στοχάζομαι

Ερμηνεία
ρήμα στοχάζομαι

✦ σκέφτομαι για κάτι επί πολλή ώρα επίμονα και σοβαρά: έτασσε στο νου του ένα ορισμένο νομικό ζήτημα και το στοχαζότανε μεθοδικά (Γ. Θεοτοκάς) – ο άνθρωπος που έχει το βαρύ προνόμιο να σηκώνει στους ώμους του τη μνήμη του κόσμου, στοχάζεται σε μιαν άκρη το παιχνίδι της μοίρας (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (αμτβ.) σκέφτομαι, συλλογίζομαι, διανοούμαι: κανένας δε θα στοχάζεται, δε θα μιλάει και δε θα βούλεται (Κ. Βάρναλης)
✦ υπολογίζω, σταθμίζω, λαμβάνω υπ’ όψιν κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.