στουρνάρι
Προφορά
Ετυμολογία
στουρνάρι στορυνάριον, υποκοριστικό του μεταγενέστερη ελληνική στορύνη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το στουρνάρι
✦ πυρίτης λίθος, τσακμακόπετρα
✦ σκληρή και αιχμηρή πέτρα
✦ (μτφ. ) άνθρωπος αμόρφωτος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–