στουπόχαρτο
Προφορά
Ετυμολογία
στουπόχαρτο μεταγενέστερη ελληνική στύπος + χάρτης
Ερμηνεία
στουπόχαρτο
✦ (Κ στυπόχαρτον) απορροφητικό χαρτί που χρησιμοποιείται για απορρόφηση μελάνης από νωπά χειρόγραφα: άλλαξε σχήμα σα μελανιά που την πίνει το στουπόχαρτο (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–