στουμπώνω


στουμπώνω
Προφορά

Ετυμολογία
στουμπώνω στούμπος

Ερμηνεία
ρήμα στουμπώνω

✦ παραγεμίζω
✦ δίνω υπερβολική ποσότητα τροφής, ταΐζω υπέρμετρα: μην το στουμπώνεις το παιδί, θα σκάσει
✦ (αμτβ.) χορταίνω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.