στουμπίζω


στουμπίζω
Προφορά

Ετυμολογία
στουμπίζω όψιμο μεσαιωνική ελληνική στουμπίζω

Ερμηνεία
ρήμα στουμπίζω

✦ σπάζω με το στούμπο, κοπανίζω
✦ πιέζω
(μτφ. ) γρονθοκοπώ, δέρνω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.