στοργικός


στοργικός
Προφορά

Ετυμολογία
στοργικός στοργή

Ερμηνεία
επίθετο┘ στοργικός -ή, -ό

✦ που γίνεται με στοργή
✦ που αποτελεί εκδήλωση στοργής: στοργική φροντίδα – στοργικό φιλί
✦ (για πρόσ.) που τρέφει αισθήματα στοργής: στοργικός πατέρας

Συνώνυμα

Αντίθετα
άστοργος, σκληρόκαρδος
Επιρρήματα
στοργικά (Κ στοργικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.