στορίζω


στορίζω
Προφορά

Ετυμολογία
στορίζω μεσαιωνική ελληνική ἱστορίζω

Ερμηνεία
ρήμα στορίζω

✦ παρασταίνω σε ζωγραφιά: πήρα να σπουδάζω κάτι ζωγραφιές… Στην άλλη ήταν στορισμένο το πάρσιμο της Σαλονίκης από το βασιλιά τον Κωνσταντίνο (Π. Πρεβελάκης)
✦ διακοσμώ με ζωγραφιές, ιστορώ: στόρισε κοντά στ’ άλλα το τέμπλο της Παναγιάς (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.